- σπερματικά
- σπερματικόςofneut nom/voc/acc plσπερματικά̱ , σπερματικόςoffem nom/voc/acc dualσπερματικά̱ , σπερματικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπερματικάς — σπερματικά̱ς , σπερματικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek
ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… … Dictionary of Greek
όρχεις — (Ανατ.). Αρσενικοί γεννητικοί αδένες, που παράγουν τα σπερματοζωάρια και το μεγαλύτερο μέρος της αντρικής γεννητικής ορμόνης. Είναι δύο, έχουν σχήμα ωοειδές και βρίσκονται μέσα σε δερμάτινους χιτώνες. Το πάνω άκρο τους, που καλύπτεται από την… … Dictionary of Greek
σπόγγοι — Τα σφουγγάρια. Τύπος ασπόνδυλων με οργάνωση τόσο απλή, ώστε μερικοί ζωολόγοι τον περιλαμβάνουν σ’ ένα ειδικό υποβασίλειο των παραζώων, ενδιάμεσο μεταξύ των πρωτόζωων και των μετάζωων. Σχηματικά το σώμα των σ., που λέγονται και ποροφόρα, είναι… … Dictionary of Greek